θυροκόλληση

θυροκόλληση
η
το να θυροκολλά (βλ. λ.) κάποιος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεταρρύθμιση — Αν και αρχικά ονομάζονταν μεταρρυθμιστές μόνο οι οπαδοί του Καλβίνου, από τον 18o αι., με τον όρο θρησκευτική ή προτεσταντική Μ. ή απλώς Μ. χαρακτηρίζεται το θρησκευτικό, πολιτικό και πνευματικό εκείνο κίνημα, που, κατά τον 16o αι., προκάλεσε τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”